- τελειωμένος
- abréger
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
γινωμένος — και γενωμένος, η, ο 1. τελειωμένος 2. ώριμος (για καρπούς), φτασμένος σε πλήρη ανάπτυξη (για το σώμα). [ΕΤΥΜΟΛ. < γίνω, υποτ. τού αορ. έγινα τού ρ. γίνομαι] … Dictionary of Greek
εκτελής — ἐκτελής, ές (Α) 1. τέλειος, τελειωμένος («τὰ δ ἀγάθ ἐκτελῆ γενέσθαι», Αισχ.) 2. α) (για σιτηρά) ώριμος («εὔχεσθαι δὲ ἐκτελέα βρίθειν Δημήτερος ἱερὸν ἀκτήν», Ησίοδ.) β) (για πρόσ.) «ἤδη πεφυκότ ἐκτελῆ νεανίαν» που είναι πλέον ώριμος νέος, Ευριπ.) … Dictionary of Greek
καμωμένος — η, ο 1. φτειαγμένος, κατασκευασμένος, τελειωμένος 2. (για καρπούς) γινωμένος, ώριμος … Dictionary of Greek
μεσοτέλεστος — μεσοτέλεστος, ον (Α) ο κατά το ήμισυ τελειωμένος, μισοτελειωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + τέλεστος (< τελῶ), πρβλ. αρτι τέλεστος, ημι τέλεστος] … Dictionary of Greek
μισοκά(μ)νω — (Μ μισοκάμνω) [κά(μ)νω] νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μισοκαμωμένος, η, ο ημιτελής, όχι τελειωμένος, μοσοφτειαγμένος μσν. θεωρώ κάποιον ανίκανο να κάνει κάτι, να φέρει εις πέρας κάτι … Dictionary of Greek
ολοκληρωμένος — η, ο (παθ. μτχ. παρακμ. τού ολοκληρώνω ως επίθ.) α) πλήρης, τελειωμένος β) φρ. «ολοκληρωμένο κύκλωμα» (ηλεκτρον.) συνδυασμός διασυνδεμένων μεταξύ τους ηλεκτρονικών συστατικών, όπως λ.χ. τρανζίστορ, αντιστάσεων κ.ά., τα οποία είναι κατασκευασμένα… … Dictionary of Greek
τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… … Dictionary of Greek
Αριστοτέλης — I (Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ.).Φιλόσοφος. Γιος του Νικόμαχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’, ορφανός από πολύ νωρίς, ανατρέφεται από τον Πρόξενο τον Αταρνέα. Το 367 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά ετών,… … Dictionary of Greek
Λίτσας, Δημήτριος — (Σπέτσες 1883 – Αλεξάνδρεια 1952). Ζωγράφος. Θεωρείται ο κορυφαίος ζωγράφος που ανέδειξε ο ελληνισμός της Αιγύπτου, μετά τον Κωνσταντίνο Παρθένη. Απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας, έζησε για ένα διάστημα στη Σμύρνη και στην… … Dictionary of Greek
τελειώνω — τελειώνω, τέλειωσα και τελείωσα, τελειωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
έτοιμος — η, ο 1. για πρόσωπα, ο προετοιμασμένος για κάτι: Είναι όλα τα παιδιά έτοιμα για την εκδρομή. 2. ο πρόθυμος να κάνει κάτι ή να πάθει κάτι, ο τολμηρός, ο αποφασιστικός: Είμαι έτοιμος για όλα, αν χρειαστεί. 3. για πράγματα, αυτός που είναι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)